Κατηγορία:Μετοχές (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Μετοχές ««« « Ρηματικοί τύποι (index-ευρετήριο) |
Περισσότερα στο Παράρτημα:Επίθετα & μετοχές#Μετοχές |
Οι νεοελληνικές μετοχές είναι
- Κατηγορία:Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα - άκλιτες (νέα ελληνικά) με επιρρηματική χρήση όπως λύνοντας, αγαπώντας, θεωρώντας
- Κατηγορία:Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά) όπως λυμένος, αγαπημένος, θεωρημένος
- λόγιες: Κατηγορία:Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά) βαρύτονων ρημάτων όπως θεωρούμενος
Όλα τα άλλα είδη Κατηγοριών χρόνων αφορούν αρχαιόπρεπες ή αρχαίες μετοχές που επιβιώνουν σε παγιωμένες εκφράσεις.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 10 υποκατηγορίες, από 14 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Ε
Π
Σελίδες στην κατηγορία "Μετοχές (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 6.992 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Ε
- εγγεγραμμένος
- εγγυημένος
- εγγυοδοτώντας
- εγκαθιδρυμένος
- εγκαινιασμένος
- εγκαλούμενος
- εγκαλών
- εγκαλώντας
- εγκαρδιωμένος
- εγκαρτερώντας
- εγκαταλειμμένος
- εγκαταλελειμμένος
- εγκαταστημένος
- εγκατεσπαρμένος
- εγκατεστημένος
- εγκεκριμένος
- εγκιβωτισμένος
- εγκλεισμένος
- εγκλιματισμένος
- εγκλωβισμένος
- εγκολλώντας
- εγκολπωμένος
- εγκριμένος
- εγκυμονώντας
- εγκυστώντας
- εγκυτιωμένος
- εγκωμιασμένος
- εγνωσμένος
- εγχαραγμένος
- εγχειρημένος
- εγχειρώντας
- εγχεόμενος
- εδραιωμένος
- εθισμένος
- ειδικευμένος
- ειδικοποιημένος
- ειδοποιημένος
- εικαζόμενος
- εικάζων
- εικονισμένος
- εικονογραφημένος
- εικοτολογώντας
- ειλημμένος
- ειπωμένος
- ειρημένος
- ειρηνεμένος
- ειρηνευμένος
- ειρωνευόμενος
- εισαγόμενος
- εισαχθείς
- εισηγμένο
- εισηγμένος
- εισορμώντας
- εισπλέοντας
- εισχωρώντας
- εκβαθυμένος
- εκβιομηχανισμένος
- εκβουλγαρισμένος
- εκγυμνασμένος
- εκδεδομένος
- εκδηλωμένος
- εκδημοκρατισμένος
- εκδιδόμενος
- εκδίδοντας
- εκδίδων
- εκδικασμένος
- εκδιωγμένος
- εκδοθείς
- εκδομένος
- εκδούς
- εκθαμβωμένος
- εκθειασμένος
- εκθέτοντας
- εκθηλυσμένος
- εκθολούμενος
- εκθρονισμένος
- εκκαθαρισμένος
- εκκαλών
- εκκαλώντας
- εκκενωμένος
- εκκινώντας
- εκκλησιαζόμενος
- εκκλησιασμένος
- εκκοκκισμένος
- εκκολαπτόμενος
- εκκολαφθείς
- εκκρεμώντας
- εκκριμένος
- εκλαϊκευμένος
- εκλεγμένος
- εκλεπτυσμένος
- εκλιπαρώντας
- εκλιπών
- εκλογικευμένος
- εκμαυλισμένος
- εκμεταλλευμένος
- εκμεταλλευόμενος
- εκμηδενισμένος
- εκμισθωμένος
- εκμυστηρευμένος
- εκνευρισμένος
- εκπαιδευμένος
- εκπαιδευόμενος
- εκπατρισμένος
- εκπεμπόμενος
- εκπέμποντας
- εκπεφρασμένος
- εκπλέοντας
- εκπληρωμένος
- εκποιημένος
- εκποιώντας
- εκπολιτισμένος
- εκπονημένος
- εκπορθώντας
- εκπορνευμένος
- εκπροσωπημένος
- εκπροσωπώντας
- εκπυρσοκροτώντας
- εκρηγνυόμενος
- εκριζωμένος
- εκσλαβισμένος
- εκσπώντας
- εκστασιασμένος
- εκστομισμένος
- εκστρατεύοντας
- εκσυγχρονισμένος
- εκσφενδονισμένος
- εκταμιευμένος
- εκτεθειμένος
- εκτεινόμενος
- εκτελεσμένος
- εκτελούμενος
- εκτελωνισμένος
- εκτελώντας
- εκτεταμένος
- εκτιμηθείς
- εκτιμημένος
- εκτιμώμενος
- εκτιμώντας
- εκτιναγμένος
- εκτονωμένος
- εκτοξευμένος
- εκτοπισμένος
- εκτουρκισμένος
- εκτραχηλισμένος
- εκτρεφόμενος
- εκτροχιασμένος
- εκτυπωμένος
- εκτυφλωμένος
- εκφαυλισμένος
- εκφερόμενος
- εκφοβίζοντας
- εκφοβισμένος
- εκφοβώντας
- εκφορτωμένος
- εκφράζοντας
- εκφρασμένος
- εκφυλισμένος
- εκφωνημένος
- εκχειλισμένος
- εκχερσωμένος
- εκχυλισθείς
- εκχωρημένος
- ελαιοχρωματισμένος
- ελαττωμένος
- ελαττώνοντας
- ελαφρωμένος
- ελαχιστοποιημένος
- ελεγμένος
- ελεγχόμενος
- ελεεινολογώντας
- ελευθεριάζων
- ελευθεροκοινωνώντας
- ελευθερωμένος
- έλκοντας
- ελλαδογεννημένος
- ελλείπων
- ελληνικοποιημένος
- ελληνοβαρεμένος
- ελληνοποιημένος
- ελλιμενισμένος
- ελπίζοντας
- εμβαπτιζόμενος
- εμβολιασμένος
- εμβολισμένος
- εμμένοντας
- εμπαιγμένος
- εμπεριστατωμένος
- εμπιστευόμενος
- εμπλεκόμενος
- εμπλουτισμένος
- εμπνευσμένος
- εμποδίζοντας
- εμποδισμένος
- εμποιώντας
- εμπορευάμενος