Κατηγορία:Μετοχές (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Μετοχές ««« « Ρηματικοί τύποι (index-ευρετήριο) |
Περισσότερα στο Παράρτημα:Επίθετα & μετοχές#Μετοχές |
Οι νεοελληνικές μετοχές είναι
- Κατηγορία:Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα - άκλιτες (νέα ελληνικά) με επιρρηματική χρήση όπως λύνοντας, αγαπώντας, θεωρώντας
- Κατηγορία:Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά) όπως λυμένος, αγαπημένος, θεωρημένος
- λόγιες: Κατηγορία:Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά) βαρύτονων ρημάτων όπως θεωρούμενος
Όλα τα άλλα είδη Κατηγοριών χρόνων αφορούν αρχαιόπρεπες ή αρχαίες μετοχές που επιβιώνουν σε παγιωμένες εκφράσεις.
Σελίδες στην κατηγορία "Μετοχές (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 6.992 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Υ
- υπαγμένος
- υπαγόμενος
- υπαγορευμένος
- υπαινιγμένος
- υπακούοντας
- υπαμειβόμενος
- υπανδρεμένος
- υπαντημένος
- υπάρχων
- υπεκμισθωμένος
- υπενδυμένος
- υπενθυμισμένος
- υπενοικιασμένος
- υπεξαιρεμένος
- υπεξαιρώντας
- υπεραγαπημένος
- υπεραγαπώντας
- υπερακοντισμένος
- υπεραπλουστευμένος
- υπερασπισμένος
- υπεραυξημένος
- υπερβάλλοντας
- υπερβάλλων
- υπερβεβλημένος
- υπερδιατιμημένος
- υπερεκτεταμένος
- υπερεκτιμημένος
- υπερεκτιμώντας
- υπερεκχειλισμένος
- υπερεντεταμένος
- υπερεξοπλισμένος
- υπερεπαρκώντας
- υπερευχαριστημένος
- υπερευχαριστώντας
- υπερέχων
- υπερθεματισμένος
- υπερκαλυμμένος
- υπερκερασμένος
- υπερκερώντας
- υπερκορεσμένος
- υπερμαχώντας
- υπερνικημένος
- υπερνικώντας
- υπερπηδώντας
- υπερπληρωμένος
- υπερπροστατευμένος
- υπερσιτισμένος
- υπερτερώντας
- υπερτιμημένος
- υπερτιμολογημένος
- υπερτιμολογώντας
- υπερτιμώντας
- υπερυψωμένος
- υπερφαλαγγισμένος
- υπερφορολογημένος
- υπερφορτισμένος
- υπερφορτωμένος
- υπερφουσκωμένος
- υπερχειλισμένος
- υπερχρεωμένος
- υπερχρονισμένος
- υπερψηφισμένος
- υπερψυγμένος
- υπερωριμασμένος
- υπεσχημένος
- υπηρετημένος
- υπνοβατώντας
- υπνωμένος
- υπνωτισμένος
- υποαπασχολημένος
- υποαπασχολούμενος
- υποβαθμισμένος
- υποβασταζόμενος
- υποβεβλημένος
- υποβιβάζοντας
- υποβιβασμένος
- υποβλεπόμενος
- υποβοηθημένος
- υποβοηθούμενος
- υποβοηθώντας
- υποβόσκων
- υπογεγραμμένος
- υπογειωμένος
- υπογραμμένος
- υπογραμμισμένος
- υπογράφοντας
- υπογράφων
- υποδαυλιζόμενος
- υποδαυλίζοντας
- υποδαυλισμένος
- υποδειγμένος
- υποδεικνύοντας
- υποδεμένος
- υποδηλωμένος
- υποδιαιρεμένος
- υποδιαιρώντας
- υποδιατιμημένος
- υποδουλωμένος
- υποδουλώνοντας
- υποεκτιμημένος
- υποεκτιμώντας
- υποεπανδρωμένος
- υποθερμασμένος
- υποθέτοντας
- υποθηκευμένος
- υποκατεστημένος
- υποκείμενος
- υποκεφαλαιοποιημένος
- υποκινημένος
- υποκινούμενος
- υποκλεμμένος
- υποκρινόμενος
- υποκρουσμένος
- υποκρυμμένος
- υπολειπόμενος
- υπολειτουργώντας
- υπολογίζοντας
- υπολογισμένος
- υπομένοντας
- υπομισθωμένος
- υπομνηματισμένος
- υπομοχλευμένος
- υπονομευμένος
- υπονοούμενος
- υποσιτισμένος
- υποσκελισμένος
- υποστηρίζοντας
- υποσχόμενος
- υποταγμένος
- υποτιθέμενος
- υποτιμημένος
- υποτιμώντας
- υποφαινόμενος
- υποφέρων
- υποχρεωμένος
- υστερολογώντας
- υστερώντας
- υφασμένος
- υφέρπων
- υφιστάμενος
- υψηλοφρονώντας
- υψωμένος
- υψώνοντας
Φ
- φαγουριασμένος
- φαγωμένος
- φαιδρολογώντας
- φακελωμένος
- φαλιρισμένος
- φανατισμένος
- φανερωμένος
- φανταγμένος
- φαντασμένος
- φαρμακωμένος
- φασίζων
- φασκιωμένος
- φεγγαρολουσμένος
- φεγγαροντυμένος
- φεγγαροστολισμένος
- φεγγοβολώντας
- φελώντας
- φερμένος
- φέρνοντας
- φερόμενος
- φέρων
- φημισμένος
- φθαρμένος
- φθίνων
- φθισιώντας
- φθονώντας
- φθορίζων
- φθοριωμένος
- φιλεμένος
- φιλεύοντας
- φιλιωμένος
- φιλοδοξώντας
- φιλοκαλώντας
- φιλολογώντας
- φιλοσοφημένος
- φιλοσοφώντας
- φιλοτεχνώντας
- φιλοφρονημένος
- φιλοφρονώντας
- φιλτραρισμένος
- φιξαρισμένος
- φιστικωμένος
- φιστικώνοντας
- φκιασιδωμένος
- φλεγμαίνων
- φλεγόμενος
- φληναφώντας
- φλιπαρισμένος
- φλογισμένος
- φλογοβολώντας
- φλογοκαμένος
- φλωροκαπνισμένος
- φοβισμένος
- φοδραρισμένος
- φορεμένος
- φορμαρισμένος
- φορολογούμενος