Πανδώρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ-

Πανδώρα < αρχαία ελληνική πᾶν + δῶρον

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Πρότυπο:-κυρ- Πανδώρα θηλυκό

  1. (μυθολογία) η σύζυγος του Επιμηθέα, που είχε λάβει από τους θεούς ένα κουτί με την εντολή να μην το ανοίξει· όταν αυτή από περιέργεια παρέβη την εντολή, ξεχύθηκαν από αυτό όλα τα δεινά, πρόλαβε όμως να το κλείσει και να κρατήσει μέσα του την ελπίδα
  2. γυναικείο όνομα

Πρότυπο:-εκφρ-

  • άνοιξε το κουτί της Πανδώρας: για κάτι που επιφέρει φοβερές συνέπειες

Πρότυπο:-μτφ-