ἄφλεβος

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 11:40, 6 Σεπτεμβρίου 2024 από τον Svlioras (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== {{grc-κλίση-'δύσκολος'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|grc-koi|ἀ-}} + {{λ|φλέψ|grc}} ==={{επίθετο|grc-koi}}=== '''{{PAGENAME}}, -ος, -ον''' * {{ελνστκ}} που δεν έχει (ορατές) φλέβες ===={{μορφές}}==== * ἀφλεβής ==={{πηγές}}=== * {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}} {{κλείδα-ελλ}})
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄφλεβος τὸ ἄφλεβον
      γενική τοῦ/τῆς ἀφλέβου τοῦ ἀφλέβου
      δοτική τῷ/τῇ ἀφλέβ τῷ ἀφλέβ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄφλεβον τὸ ἄφλεβον
     κλητική ! ἄφλεβε ἄφλεβον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄφλεβοι τὰ ἄφλεβ
      γενική τῶν ἀφλέβων τῶν ἀφλέβων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀφλέβοις τοῖς ἀφλέβοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀφλέβους τὰ ἄφλεβ
     κλητική ! ἄφλεβοι ἄφλεβ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀφλέβω τὼ ἀφλέβω
      γεν-δοτ τοῖν ἀφλέβοιν τοῖν ἀφλέβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἄφλεβος < αρχαία ελληνική ἀ- + φλέψ

Επίθετο

ἄφλεβος, -ος, -ον

Άλλες μορφές

Πηγές