Категория:Греческий язык
Греческий язык | |
Самоназвание | ελληνικά, ελληνική γλώσσα |
Число носителей | свыше 13 млн. |
![]() |
В Википедии есть статья и категория о греческом языке |
Греческий язык — официальный язык: | Греции, Кипра |
гре 157 | Код языка по ГОСТ 7.75–97 |
el | Код греческого языка в ISO 639-1 |
gre (B); ell (T) | Код греческого языка в ISO 639-2 |
ell | Код греческого языка в ISO 639-3 |
На Викискладе есть страницы | по теме «Греческий язык» (например, произношение) |
См. тж. список всех слов греческого языка, составляемый вручную.
Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Страницы в категории «Греческий язык»
Показано 200 страниц из 9465, находящихся в данной категории.
(Предыдущая страница) (Следующая страница)Δ
- δημοτικός
- δημοτικότητα
- δημότισσα
- δημοτολόγιο
- δημοψήφισμα
- δήξις
- δήωσις
- διαβάζω
- διαβαίνω
- διάβασις
- διαβατήριο
- διαβάτισσα
- διαβήτης
- διαβολογυναίκα
- διάβολος
- διάβολος της Τασμανίας
- διάβρωση
- διαγαλαξιακός
- διαγιγνώσκω
- διάγνωση
- διαγνωστική
- διαγνωστικός
- διάγραμμα
- διαγράφω
- διαγωγή
- διαγώνιος
- διαδέχομαι
- διαδήλωση
- διαδηλωτής
- διαδηλώτρια
- διαδίκτυο
- διάδοχος
- διάδρομος
- διαειδικός
- διάζευξη
- διαθήκη
- δίαθλο
- διαιρώ
- δίαιτα
- διαιτητικός
- διαιτολόγιο
- διαιώνιση
- διακονιάρης
- διακοπές
- διακορεύω
- διακόσια
- διακοσμώ
- διακρίσιμος
- διακριτά μαθηματικά
- διακριτός
- διαλέγω
- διαλεκτική
- διαλεκτικός
- διαλεκτικός υλισμός
- διαλεκτολογία
- διάλεκτος
- διάλεξη
- διαλογισμός
- διάλογος
- διάλυση
- διαλύτης
- διαμάντι
- διαμαρτύρομαι
- διαμάχη
- διαμέρισμα
- διάμεσος
- διάμετρος
- διαμοριακός
- διαμόρφωση συχνότητας
- διανέμω
- διανοητική ιδιοκτησία
- διανοητικός
- διάνος
- διάνυσμα
- διανυσματικός χώρος
- διαπλανητικός
- διάρρηξη
- διάρροια
- Δίας
- διάσημος
- διασκεδάζω
- διάσκεψη
- διάσπαση
- διαστημικός σταθμός
- διαστημόπλοιο
- διαστολικός
- διαστρέβλωση
- διαστροφή
- διατάζω
- διατριβή
- διατροφολογία
- διάττοντας αστέρας
- διαφανής
- διαφημίζω
- διαφήμιση
- διαφθορά
- διάχυση
- διαχωρισμός
- διγλωσσία
- δίγλωσσος
- διδάσκω
- διδαχή
- δίδυμος
- δίεδρος
- διεθνής
- διεθνής οργανισμός
- διεμπλοκή
- διεμφυλικός
- διεπιστημονικός
- διερμηνέας
- διεστραμμένως
- διετία
- διεύθυνση
- διηγούμαι
- διηλεκτρικό
- διήρης
- διθύραμβος
- δικάζω
- δίκαιο
- δικαιοδοσία
- δικαιολογημένος
- δικαιοσύνη
- δίκαννο
- δίκαννος
- δικαστής
- δικαστική πλάνη
- δικαστικός
- δικηγόρος
- δικτάτορας
- δικτατορία
- δικτατορία του προλεταριάτου
- δικτατορικός
- διμεταλλικός
- διμορφισμός
- δίνη
- δίνω
- διόδια
- διοίκηση και διαχείριση έργων
- διοξείδιο
- διοξείδιο του άνθρακα
- διοργάνωση
- διούρηση
- δίπλευρος
- διπλόδοκος
- διπλός αστέρας
- διπλωμάτης
- διπλωματικός
- διπολικός
- διπροσωπία
- δισεκατομμύριο
- δισεκατομμυριούχος
- δίσεκτο έτος
- δισκογραφία
- δίσκος
- διστακτικός
- δίστιχο
- δίτομος
- δίτροχος
- διφαινυλαμίνη
- διφθερίτιδα
- διφθογγισμός
- δίφθογγος
- διχειλικός
- διχοτόμηση
- διχοτόμος
- δίχως
- διψομανία
- διώνυμο
- δόγης
- δόγισσα
- δογματικά
- δογματικός
- δοκάρι
- δοκιμιογράφος
- δολάριο
- δολιότητα
- δολιοφθορά
- δολιχόκολο
- δολοπλοκία
- δολοφονία
- δολοφόνος
- δολοφονώ
- δομοστοιχείωση
- δομοστοιχειωτός
- δόντι
- δόξα
- δοσίμετρο
- δοτική
- Δουβλίνο
- δουβλόνι
- δουλειά
- δουλεία
- δουλεμπόριο
- δούλος
- δοχείο
- δραγόνος
- δράκος
- Δράμα
- δραματικά
- δραματοποιώ