Категория:Греческий язык
Греческий язык | |
Самоназвание | ελληνικά, ελληνική γλώσσα |
Число носителей | свыше 13 млн. |
![]() |
В Википедии есть статья и категория о греческом языке |
Греческий язык — официальный язык: | Греции, Кипра |
гре 157 | Код языка по ГОСТ 7.75–97 |
el | Код греческого языка в ISO 639-1 |
gre (B); ell (T) | Код греческого языка в ISO 639-2 |
ell | Код греческого языка в ISO 639-3 |
На Викискладе есть страницы | по теме «Греческий язык» (например, произношение) |
См. тж. список всех слов греческого языка, составляемый вручную.
Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Страницы в категории «Греческий язык»
Показано 200 страниц из 9431, находящейся в данной категории.
(Предыдущая страница) (Следующая страница)Κ
- καβάκι
- Καβάλα
- καβαλάρης
- καβαλέτο
- κάβουρας
- κάγκελο
- καγκουρό
- καδής
- κάδμιο
- κάδος
- Καζακστάν
- καζεΐνη
- καθαρίζω
- καθάριος
- καθαρός
- κάθαρση
- καθαρτικό
- καθέδρα
- κάθειρξη
- καθεστώς
- κάθετα
- κάθετος
- καθηγητής
- καθήκον
- καθηκόντως
- καθημερινός
- καθίζω
- κάθισμα
- κάθοδος
- καθολικισμός
- καθολικός
- κάθομαι
- καθορίζω
- καθρέφτης
- καθυστερώ
- και
- Καινή Διαθήκη
- καιρός
- καίσιο
- κακαρίζω
- κακάρισμα
- κακατόης
- κακιστοκρατία
- κακό
- κακοπιστία
- κακός
- κακοφωνία
- κάκτος
- καλά
- καλαθοσφαίριση
- καλαθοσφαιριστής
- καλαμάρι
- Καλαμάτα
- καλάμι
- καλαμίδι
- καλαμπόκι
- καλβινισμός
- καλβινιστής
- καλειδοσκόπιο
- καλέντουλα
- κάλεσμα
- καλημάνα
- καλημέρα
- καλησπέρα
- Καλίνινγκραντ
- κάλιο
- καλιφόρνιο
- Καλκούτα
- καλλιγραφία
- καλλιγραφικός
- καλλιγράφος
- Καλλιόπη
- καλό
- καλό βράδυ
- καλόγερος
- καλοκαίρι
- καλοπέραση
- καλός
- καλοσύνη
- κάλτσα
- καλύβα
- καλύβι
- καλυτερεύω
- κάλφας
- καμακεύτης
- καμαριέρα
- καμαρώνω
- καμήλα
- καμηλοπάρδαλη
- καμικάζι
- καμινέτο
- καμπάλα
- Καμπάλα
- καμπάνα
- καμπαναριό
- καμπανολογία
- Καμπαρόφκ
- κάμπια
- καμπίσια πέρδικα
- καμποτάζ
- Καμπότζη
- Καμποτζιανή
- καμποτζιανός
- Καμποτζιανός
- καμποτίνος
- καμπούκι
- καμπούρα
- καμπούρης
- καμπτήρας
- καμπύλη
- καμφορά
- Καναδέζος
- Καναδός
- καναπές
- κανείς
- κανέλα
- κανένας
- κανιβαλικός
- κανιβαλισμός
- κανίβαλος
- κάνναβη
- κανό
- κανόνας
- κανονικά
- κανονικότης
- κανονικότητα
- κανονιοφόρος
- καντάτα
- κάντζι
- καντιανισμός
- καντίνα
- κάνω
- καολίνης
- καούρα
- κάπα
- κάπελας
- Καπερναούμ
- καπετάνιος
- καπίκι
- καπιμπάρα
- καπιταλισμός
- καπιταλιστής
- καπνίζω
- κάπνισμα
- καπνιστήριο
- καπνιστής
- καπνός
- καπουτσίνο
- καπουτσίνος
- κάππα
- Καππαδόκας
- Καππαδοκία
- καππαδοκικός
- κάπρος
- κάπως
- καράβι
- καραβόπανο
- Καραϊβική Θάλασσα
- καρακάξα
- καραμέλα
- καραντίνα
- καρατόμηση
- καραφλός
- καρβί
- καρβίδιο
- καρβονικό οξύ
- καρβονύλιο
- καρβοξυλικό οξύ
- καρβοξυλικός
- κάρβουνο
- κάργια
- κάρδαμο
- καρδερίνα
- καρδιά
- καρδινάλιος
- καρδιογράφημα
- καρδιοειδής
- καρδιολογία
- καρδιολογικός
- καρδιολόγος
- καρδιομυοπάθεια
- Καρδίτσα
- καρέκλα
- κάρι
- καριέρα
- καρίκευμα
- Καρινθία
- καρκίνος
- κάρμα
- καρμπιρατέρ
- καρμπονάρος
- Καρνάτακα
- καρνεόλη
- καρνοτίτης
- καρότα
- καροτένιο
- καρότο
- καρούτα
- καρπός
- καρπούζι