Σταχτοπούτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σταχτοπούτα οι Σταχτοπούτες
      γενική της Σταχτοπούτας των Σταχτοπούτων
    αιτιατική τη Σταχτοπούτα τις Σταχτοπούτες
     κλητική Σταχτοπούτα Σταχτοπούτες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σταχτοπούτα < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Aschenputtel [1] < Asche (στάχτη) + Puddel (βρώμικο κορίτσι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sta.xtoˈpu.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στα‐χτο‐πού‐τα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σταχτοπούτα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]