αιφνιδίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιφνιδίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰφνιδίως < αἰφνίδιος. Συγχρονικά αναλύεται σε αιφνίδι(ος) + -ως.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ef.niˈði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αιφ‐νι‐δί‐ως
- τονικό παρώνυμο: αιφνίδιος
Επίρρημα
[επεξεργασία]αιφνιδίως
Πηγές
[επεξεργασία]- αιφνίδιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τροπικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)