ακυρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ακυρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]ακυρωμένος, -η, -ο
- που έχει ακυρωθεί, έχει χάσει το κύρος του
- ακυρωμένη κράτηση, ακυρωμένο συμβόλαιο
- (για εισιτήριο) που έχει ακυρωθεί στο ειδικό μηχάνημα που εκτυπώνει ημερομηνία και ώρα χρήσης πάνω του, ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί άλλη φορά
- που δεν εκτελέστηκε ως είχε προγραμματιστεί
- η ακυρωμένη παράσταση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακυρωμένος