αραβο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πρόθημα
[επεξεργασία]αραβο- ή αραβό-
- πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνει σχέση ή αναφορά σε Άραβα ή την Αραβία όπως εκφράζεται στο δεύτερο συνθετικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αραβο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αραβό- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αραβο-
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αραβο- - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας