βασιλομήτωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βασιλομήτωρ θηλυκό
- (λόγιο) η μητέρα του βασιλιά ή της βασίλισσας
- τα μέλη της βασιλικής οικογένειας συγκεντρώθηκαν για να αποτίσουν φόρο τιμής στην βασιλομήτορα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βασιλομήτωρ