βολύμιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βολύμιον < μολύβι με αντιμετάθεση. Δείτε και το ελληνιστικό μολύβιον.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βολύμιον ουδέτερο

Παράγωγα

[επεξεργασία]