εαροσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εαροσύνη | οι | εαροσύνες |
γενική | της | εαροσύνης | των | (εαροσυνών) |
αιτιατική | την | εαροσύνη | τις | εαροσύνες |
κλητική | εαροσύνη | εαροσύνες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εαροσύνη < έαρ (λέξη πλασμένη από τον ποιητή του 20ου αιώνα Οδυσσέα Ελύτη) → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εαροσύνη θηλυκό
- το να είναι άνοιξη, κυριολεκτικά ή/και μεταφορικά
- ※ Αὐτὸς τῶν ὄμβρων τοῦ φωτὸς ἡ ἐαροσύνη (Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, 1959)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εαροσύνη
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)