εθιμοτυπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εθιμοτυπικός < εθιμοτυπία + -ικός < έθιμο + τύπος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.θi.mo.ti.piˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]εθιμοτυπικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την εθιμοτυπία, αναφέρεται σ' αυτή ή προβλέπεται από κανόνες που απορρέουν απ' αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εθιμοτυπικά
- → δείτε τις λέξεις εθιμοτυπία, έθιμο και τύπος