ευρυγώνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευρυγώνιος < (μεταφραστικό δάνειο) από το γερμανικό weitwinkel ή το γαλλικό grand-angulaire
Επίθετο
[επεξεργασία]ευρυγώνιος , -α, -ο
- (φωτογραφία) φακός του οποίου η εστιακή απόσταση είναι πολύ μικρότερη από αυτή που έχουν οι συνηθισμένοι φακοί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευρυγώνιος