ζαχαρίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/a/ab/Saccharin-Na_substance_photo.jpg/220px-Saccharin-Na_substance_photo.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζαχαρίνη < σακχαρίνη (με επίδραση της λέξης ζάχαρη) < γαλλική saccharine < μεσαιωνική λατινική saccharum (ζάχαρη) + -ine (-ίνη)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /za.xaˈɾi.ni/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζαχαρίνη θηλυκό
- (χημεία, γαστρονομία) σκόνη με κρυσταλλική δομή που παρασκευάζεται χημικά (C7H5NO3S). Χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της ζάχαρης. Είναι πιο γλυκιά απ’ αυτή, αλλά έχει πολύ λιγότερες θερμίδες.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίνη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)