ικανότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ικανότητα οι ικανότητες
      γενική της ικανότητας των ικανοτήτων
    αιτιατική την ικανότητα τις ικανότητες
     κλητική ικανότητα ικανότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ικανότητα < από το ικανός.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ικανότητα θηλυκό (πληθυντικός : ικανότητες)

  1. Η δυνατότητα να κάνει κανείς κάτι.
    Έχει και την ικανότητα και τη θέληση να πετύχει στη ζωή του.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]