κακόγουστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κακόγουστος < κακό- + γούστ(ο) + ος < βενετική gusto < λατινική gustus < πρωτοϊταλική *gustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵéwstus (γεύομαι) < *ǵews (δοκιμάζω, γεύομαι)
Επίθετο
[επεξεργασία]κακόγουστος, -η, -ο
- που έχει γίνει με έλλειψη καλαισθησίας, καλού γούστου
- που φανερώνει έλλειψη καλαισθησίας
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- κακόγουστα
- κακογουστιά
- → δείτε τις λέξεις κακός και γούστο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κακόγουστος