καλντέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/e/ef/Santorini_caldera_panorama.jpg/200px-Santorini_caldera_panorama.jpg)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/8/8f/Pinatubo92pinatubo_caldera_crater_lake.jpg/200px-Pinatubo92pinatubo_caldera_crater_lake.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kalˈde.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐ντέ‐ρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλντέρα θηλυκό
- (γεωλογία) εδαφική κοιλότητα που σχηματίζεται, όταν υποχωρεί το τμήμα ενός ηφαιστειακού κώνου ή όταν διαβρώνονται βαθμιαία τα εσωτερικά τοιχώματά του
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
καλντέρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλντέρα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καλντέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)