κλάμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλάμα τα κλάματα
      γενική του κλάματος των κλαμάτων
    αιτιατική το κλάμα τα κλάματα
     κλητική κλάμα κλάματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλάμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλάμα < αρχαία ελληνική κλαῦμα με αφομοίωση [vm] > [mm] και απλοποίηση προφοράς του διπλού συμφώνου [mm] > [m][1] < κλαίω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkla.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλά‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κλάμα ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • κλάμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)




Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλάμα < κλαῦμα με αφομοίωση [vm] > [mm][1] < αρχαία ελληνική κλαῦμα < κλαίω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κλάμα ουδέτερο

Αναφορές

[επεξεργασία]