κλομπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλομπ < αγγλική club
αστυνομικός με κλομπ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κλομπ και γκλομπ, ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός: κλομπ και κλομπς)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]