κλομπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλομπ και γκλομπ, ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός: κλομπ και κλομπς)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλομπ
→ δείτε τη λέξη γκλομπ |