κονέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]κονέ < (άμεσο δάνειο) αγγλική connection ή (άμεσο δάνειο) γαλλική connaissance με αποκοπή της κατάληξης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονέ ουδέτερο άκλιτο
- (αργκό) η γνωριμία
- έκανα ένα φοβερό κονέ σήμερα, με τον ανηψιό του Τάδε
- (αργκό) η διαμεσολάβηση
- θα μου κάνει ένα κονέ να γνωρίσω τον υπουργό
- (αργκό) το μέσο, τα μέσα, οι κατάλληλες γνωριμίες
- έχει τα κονέ του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονέ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)