κορνιζάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κορνιζάρω < ουσιαστικό κορνίζα + επίθημα -άρω

κορνιζάρω

  • τοποθετώ εικόνα ή φωτογραφία μέσα σε κορνίζα

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]