λανθασμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λανθασμένα < λανθασμένος
Επίρρημα
[επεξεργασία]λανθασμένα
- με λανθασμένο τρόπο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λανθασμένα
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]λανθασμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λανθασμένος