μαγιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαγιά | ||
γενική | της | μαγιάς | ||
αιτιατική | τη | μαγιά | ||
κλητική | μαγιά | |||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαγιά < (άμεσο δάνειο) τουρκική maya < περσική مايه (māya)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /maˈʝa/
- τονικό παρώνυμο: μάγια
- παρώνυμο: μαγεία
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαγιά θηλυκό στον ενικό
- ουσία που περιέχει μύκητες που προκαλούν ζύμωση
- η μαγιά της μπίρας
- (μεταφορικά) ο αρχικός πυρήνας που θα δώσει στο μέλλον μια καινούρια εξέλιξη
- αυτή η μικρή παρέα μουσικών ήταν η μαγιά για τη δημιουργία ενός νέου καλλιτεχνικού ρεύματος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μαγιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)