μεγάλη οθόνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]μεγάλη οθόνη θηλυκό
- ο κινηματογράφος) (το μέσο, η τέχνη)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγάλη οθόνη