μεγαλομάρτυρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγαλομάρτυρας < μεγαλομάρτυς < μέγας + μάρτυς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεγαλομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό
- εκκλησιαστικής χρήσης χαρακτηρισμός εκείνων που έχουν βασανιστεί ιδιαίτερα και έχουν υποκύψει στα βασανιστήριά τους ή εκτελέστηκαν, επειδή αγωνίστηκαν για το χριστιανικό θρήσκευμα π.χ. ο μεγαλομάρτυρας Δημήτριος και Γεώργιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγαλομάρτυρας
|