μορφονιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορφονιά οι μορφονιές
      γενική της μορφονιάς των μορφονιών
    αιτιατική τη μορφονιά τις μορφονιές
     κλητική μορφονιά μορφονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μορφονιά < ομορφονιά < ομορφο- + νια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μορφονιά θηλυκό (αρσενικό: μορφονιός)

  • άλλη μορφή του ομορφονιά
    ※  Τρία χρόνια μετά που χάθηκες εσύ, εξαφανίστηκε κι αυτός. - Μα πώς; της λέω. - Ας όψεται εκείνο το τσουλί! μου λέει. Μια μορφονιά που είχε πάρει στο μαγαζί, για να τον βοηθάει. λες και πνιγόταν στη δουλειά... τέλος πάντων... Περίπου οχτώ μήνες την κανόνιζε κάτω απ'τη μύτη μου κι εγώ είχα μεσάνυχτα. (Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου, Ροζαλία, 2015, σελ. 145)