νταρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νταρί | τα | νταριά |
γενική | του | νταριού | των | νταριών |
αιτιατική | το | νταρί | τα | νταριά |
κλητική | νταρί | νταριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νταρί < (άμεσο δάνειο) τουρκική darı
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νταρί ουδέτερο
- το καλαμπόκι
- ※ Επικρατεί ή συνήθεια ένα μερίδιο του σιτηρεσίου να αποτελήται από μίγματα τέτοιων σπόρων όπως, αραβοσίτου, σιταριού, κριθής, βρώμης και ασπρίτσας (νταριού). Το άλλο μερίδιο του σιτηρέσιου είναι το αλευρομίγμα (κοινώς, φύραμα, χαρμάνι) (Πρακτική διατροφή των ορνίθων, Δελτίον 12, Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας, Τεχνική Διεύθυνσης, 1952, σελ. 27)
- άλλη μορφή του ντάρι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)