οίκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οίκτος | οι | οίκτοι |
γενική | του | οίκτου | των | οίκτων |
αιτιατική | τον | οίκτο | τους | οίκτους |
κλητική | οίκτε | οίκτοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οίκτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἶκτος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈi.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οί‐κτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οίκτος αρσενικό
- το συναίσθημα της συμπάθειας για κάποιον που βρίσκεται σε πάσχουσα ή δυσάρεστη κατάσταση
- φιλευσπλαχνία
- (κακόσημο) περιφρόνηση, καταφρόνια
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κακόσημες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)