παλμογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλμογράφος < → λείπει η ετυμολογία
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/0/0e/Tektronix_Oscilloscope_475A.jpg/220px-Tektronix_Oscilloscope_475A.jpg)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλμογράφος αρσενικό (πληθυντικός : παλμογράφοι)
- επιστημονικό όργανο για τη μελέτη και απεικόνιση σε οθόνη φαινομένων με μορφή κύματος
- ιατρικό όργανο για την καταγραφή των καρδιακών παλμών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλμογράφος
|