πασαλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πασαλίκι | τα | πασαλίκια |
γενική | του | πασαλικιού | των | πασαλικιών |
αιτιατική | το | πασαλίκι | τα | πασαλίκια |
κλητική | πασαλίκι | πασαλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πασαλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική paşalık < οθωμανική τουρκική پاشا (pāšā) < περσική پادشاه (pādšāh: βασιλιάς)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πασαλίκι ουδέτερο
- (ιστορία) το αξίωμα ενός πασά
- (ιστορία) η διοικητική περιφέρεια ενός πασά, συνήθως εγιαλέτι ή βιλαέτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πασάς
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πασαλίκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)