πατισάχ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατισάχ < άμεσο δάνειο από την οθωμανική τουρκική پادشاه (pâdişâh), στην τουρκική γλώσσα padişah < περσική پادشاه (pâdešâh, μονάρχης)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατισάχ αρσενικό άκλιτο
- (ιστορία, πολιτική) κυβερνήτης μουσουλμανικής χώρας ή κράτους
- (ιστορία, πολιτική, παρωχημένο) γενικότερα μεγάλος βασιλιάς και, ειδικότερα, ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πατισάχ
|
Καππαδοκικά (cpg)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατισάχ : οθωμανικής τουρκικής προέλευσης (τελικής περσικής προέλευσης)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατισάχ αρσενικό, άκλιτο
- (ιστορία, πολιτική) άλλη μορφή του Πατισάχης
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (καππαδοκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (καππαδοκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (καππαδοκικά)
- Καππαδοκικά
- Ουσιαστικά (καππαδοκικά)
- Ιστορία (καππαδοκικά)
- Πολιτική (καππαδοκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)