πειστήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πιεστήριο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πειστήριο τα πειστήρια
      γενική του πειστηρίου
πειστήριου
των πειστηρίων
    αιτιατική το πειστήριο τα πειστήρια
     κλητική πειστήριο πειστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πειστήριο < αρχαία ελληνική πειστήριον με ουσιαστικοποίηση, ουδέτερο του πειστήριος < → δείτε τη λέξη πείθω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /piˈsti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πει‐στή‐ρι‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πειστήριο ουδέτερο

  1. οτιδήποτε πείθει για κάτι, ή πιστοποιεί κάτι
  2. (νομικός όρος, ανακριτική) οποιοδήποτε αντικείμενο που συντελεί στη βεβαίωση ή όχι τέλεσης αξιόποινης πράξης και κατ΄ επέκταση στην αθώωση ή την ενοχή κατηγορουμένου

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]