πρίζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρίζα οι πρίζες
      γενική της πρίζας των (πριζών)
    αιτιατική την πρίζα τις πρίζες
     κλητική πρίζα πρίζες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρίζα < (λόγιο δάνειο) γαλλική prise[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρίζα θηλυκό

  1. (γενικότερα) τερματικό ηλεκτρικό εξάρτημα σε σύστημα καλωδιώσεως
    πρίζα τηλεφώνου, πρίζα δικτύου
  2. ο ρευματοδότης, το ντουί, θηλυκός υποδοχέας τροφοδοσίας ρεύματος
  3. (καταχρηστικά) ο ρευματολήπτης, το φις

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]
  • πριζούλα

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • είμαι στην πρίζα / βάζω κάποιον στην πρίζα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]