στόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στόχος | οι | στόχοι |
γενική | του | στόχου | των | στόχων |
αιτιατική | τον | στόχο | τους | στόχους |
κλητική | στόχε | στόχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στόχος < αρχαία ελληνική στόχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/d/d4/Archery_Arrows_in_Paper_Target.jpg/220px-Archery_Arrows_in_Paper_Target.jpg)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στόχος αρσενικό
- ο σκοπός
- αυτό που θέλει κάποιος να συνατήσει η ρίψη του
- το παιχνίδι αντικείμενο σκοποβολίας