συμπλοκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ποινικό δίκαιο: φιλονικία μεταξύ περισσότερων των δύο προσώπων,που εκτρέπεται σε αμοιβαίες βιαιοπραγίες κατά του σώματος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμπλοκή θηλυκό
- καυγάς και συνήθως ξυλοδαρμοί
- μικρή απρογραμμάτιστη μάχη
- σύμπλεξη