τσουγκρανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τσουγκρίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσουγκρανίζω < μεσαιωνική ελληνική τσουγκρανίζω < γρατσουνίζω

τσουγκρανίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]