υπερώο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπερώο τα υπερώα
      γενική του υπερώου των υπερώων
    αιτιατική το υπερώο τα υπερώα
     κλητική υπερώο υπερώα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερώο< αρχαία ελληνική ὑπερῷον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπερώο ουδέτερο

  1. (λόγιο) εξώστης
  2. (ειδικότερα) ο εξώστης σε Ορθόδοξους Χριστιανικούς ναούς που βρίσκεται εσωτερικά και πίσω και χρησιμοποιείται συνήθως σαν γυναικωνίτης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]