όμορφοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈo.moɾ.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐μορ‐φοι
- ομόηχο: όμορφη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]όμορφοι
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του όμορφος