employment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
employment | employments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]employment (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απασχόληση, η εργασία, ειδικά όταν γίνεται για να κερδίσω χρήματα· το να είμαι απασχολημένος με επάγγελμα
- ↪ employment in agriculture/industry/commerce - απασχόληση στη γεωργία/στη βιομηχανία/στο εμπόριο
- ↪ self-employment - απασχόληση προσωπική
- ↪ seasonal/permanent employment - απασχόληση εποχιακή/μόνιμη
- ↪ full-time/part-time employment - πλήρης/μερική απασχόληση
- ↪ I am looking for employment.
- Ζητώ απασχόληση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occupation
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η απασχόληση, η χρήση κάτι
- ↪ the employment of machines/means of transport - απασχόληση των μηχανών/των μεταφορικών μέσων